- αρμιλαρία
- (armillaria melea). Ανώτερος μύκητας (μανιτάρι) της οικογένειας των αγαρικιδών, που ανήκει στους βασιδιομύκητες, δηλαδή στους μύκητες που σχηματίζουν σπόρια, τα οποία φύονται από ειδικά κύτταρα, που λέγονται βασίδια.
Έχει κωνοειδή πίλο πλάτους 2 έως 10 εκ., ωχροκίτρινο, με πιο σκούρα λέπια· κάτω από αυτόν υπάρχουν ελάσματα σε ακτινωτή διάταξη, στην αρχή υπόλευκα και έπειτα μόλις υπόφαια. Έχει πόδα μάλλον ψηλό, πλήρη, κίτρινο-γκριζωπό. Πολύ ψηλά πάνω σε αυτόν βρίσκεται o δακτύλιος, συνήθως εφήμερος. To μανιτάρι αυτό αναπτύσσεται το φθινόπωρο, σχεδόν πάντα γύρω στη βάση του κορμού των δέντρων. Μολονότι δεν είναι δηλητηριώδες, δεν χρησιμοποιείται και τόσο πολύ ως φαγώσιμο.
H α. απαντάται στην Ελλάδα με διάφορες ποικιλίες, από τις οποίες η συνηθέστερη είναι η μεγίστη, που έχει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. Ο πίλος ξεπερνά τα 20 εκ. στη διάμετρο, είναι ξανθοκίτρινος και ο δακτύλιος λευκός. Άλλη ποικιλία είναι η α. η μικρή, που έχει πολύ μικρότερες διαστάσεις από την προηγούμενη και απαντάται σε ομάδες και η α. η πρασινοκίτρινη, που έχει πρασινωπό πίλο με κίτρινες ραβδώσεις, κίτρινο δακτύλιο και απαντάται σε κορμούς δέντρων και κυρίως της μουριάς. Το φυτό αυτό προκαλεί σοβαρές σηψιρριζίες στην ελιά, το αμπέλι, τα εσπεριδοειδή, τα οπωροφόρα και τους καλλωπιστικούς θάμνους.
Αρμιλλαρία η μελιτόχρους, φαγώσιμο μανιτάρι, που παρασιτεί στους κορμούς των δέντρων.
Dictionary of Greek. 2013.